- φιλομούσῳ
- φιλόμουσοςloving musicmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλομουσώ — έω, Α [φιλόμουσος] αγαπώ και ασχολούμαι με τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική … Dictionary of Greek